- πολωνέζ
- Νμουσ. είδος εθνικού πολωνέζικου χορού καθώς και η μουσική του, η πολωνέζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. polonaise].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πολωνέζος — ο, θηλ. Πολωνέζα, Ν 1. ο κάτοικος τής Πολωνίας 2. (το θηλ. ως προσηγορ.) η πολωνέζα μουσ. είδος εθνικού πολωνικού χορού καθώς και η μουσική του, πιθανότητα θριαμβευτικός χορός τών πολεμιστών, κάποτε, που υιοθετήθηκε από την πολωνική αριστοκρατία… … Dictionary of Greek